- απροσάρτητος
- η , ο [ος , ον ] неприсоединённый, неаннексированный; независимый (о стране)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απροσάρτητος — η, ο (Μ ἀπροσάρτητος, ον) αυτός που δεν έχει προσαρτηθεί νεοελλ. (για χώρα) αυτός που δεν έχει υπαχθεί στην κυριαρχία κάποιου … Dictionary of Greek
ἀπροσάρτητον — ἀπροσάρτητος detached masc/fem acc sg ἀπροσάρτητος detached neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)